- εὐλογητήν
- εὐλογητόςblessedfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευλογητής — ο (Μ εὐλογητής) [ευλογώ] αυτός που ευλογεί («εὐλογητὴν ἀναδείξας τὸν ἀρχιποιμένα», Νικ. Χων.) … Dictionary of Greek